Πρόστιμα αδήλωτης εργασίας συζύγων και συγγενών πρώτου και δευτέρου βαθμού ιδιοκτητών επιχειρήσεων και μέσα άμυνας αυτών
Πολύ συχνά απαντάται το φαινόμενο της παροχής βοήθειας ή της κατ΄ ουσίαν απασχόλησης ατόμων σε επιχειρήσεις των συζύγων τους ή συγγενών αυτών έως και το δεύτερο βαθμό, όπως για παράδειγμα σε επιχειρήσεις των αδελφών τους.
Ενόψει της δυσχέρειας που υφίσταται στις περιπτώσεις αυτές ως προς τη διακρίβωση της συνδρομής των γενικών προϋποθέσεων υπαγωγής των προσώπων αυτών στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ και νυν e-ΕΦΚΑ, καθώς η συγγενική σχέση αμβλύνει τη σχέση εξάρτησης και πιο συγκεκριμένα ενόψει της δυσκολίας ως προς τη διακρίβωση της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτών και του συζύγου ή συγγενούς, που είναι αποδέκτης των υπηρεσιών τους, καθώς και ως προς την αμοιβή τους, λαμβανομένου υπόψη του ότι είναι σύνηθες η απασχόληση των προσώπων αυτών σε οικογενειακές επιχειρήσεις να λαμβάνει χώρα είτε για λόγους ηθικής υποχρέωσης είτε από λόγους κοινού οικογενειακού συμφέροντος, στη νομοθεσία υφίστανται ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες εισάγουν διαφορετικές και ευρύτερες προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση. Παρέπεται, συνεπώς, ότι, εφόσον η ασφάλιση των προσώπων που παρέχουν εργασία σε εργοδότες με τους οποίους είναι συγγενείς έως και τον δεύτερο βαθμό διέπεται αποκλειστικώς από τις ειδικές αυτές διατάξεις και δεν είναι δυνατή η υπαγωγή αυτών στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ, νυν e-ΕΦΚΑ, κατ’ εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθρου 2 § 1 του α.ν. 1846/1951 (ΣτΕ 3517/2009 7μ.).
Σύμφωνα με τη νομολογία η ύπαρξη οικογενειακού δεσμού δεν αποκλείει την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, εκτός εάν αυτή είναι εικονική (2657/2019 ΔΠΡ ΑΘ).
Για την υπαγωγή των προσώπων αυτών στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ, νυν e-ΕΦΚΑ, δεν απαιτείται αποδεδειγμένη σχέση εξαρτημένης εργασίας, ούτε συγκεκριμένη αμοιβή, αλλά μόνο απασχόληση κατά κύριο επάγγελμα και μη ασφαλιστική κάλυψη από άλλον φορέα (ΣτΕ 2433/2017 7μ., 4703/2012). Κρίσιμη είναι η ύπαρξη προσωπικής συγγενικής σχέσης ανάμεσα στον εργοδότη και τον απασχολούμενο, καθώς και ο χαρακτήρας της επιχείρησης ως οικογενειακής, ανεξαρτήτως της νομικής της μορφής. Η ασφάλιση αρχίζει από την έγγραφη αναγγελία της έναρξης της απασχόλησης (6883/2019 ΔΠΡ ΑΘ). Συνεπώς πολλές φορές εσφαλμένα επιβάλλεται πρόστιμο σε ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, λόγω μη ασφάλισης των προσώπων αυτών ή μη αναγραφής τους στον πίνακα προσωπικού ή στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού, εφόσον δεν είχε λάβει χώρα προηγούμενη έγγραφη αναγγελία της έναρξης της απασχόλησης τους (6980/2019 ΔΠΡ ΑΘ).
Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπτωση πραγματικής απασχόλησης αυτών η σχέση τους με τον εργοδότη σύζυγο ή συγγενή τους έως και το δεύτερο βαθμό υπάγεται στις ειδικές διατάξεις του άρθ. 1 § 1 ν. 1759/1988 και του εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση αυτού Κανονισμού Ασφαλίσεως και δεν είναι δυνατή η υπαγωγή αυτών στην ασφάλιση του ΙΚΑ, κατ’ εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθ. 2 § 1 α.ν. 1846/1951 (ΔΕφΧαν 268/2019, ΣτΕ 3517/2009 7μ.).
Σε κάθε περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να αποδείξει την πραγματοποίηση μικρότερου αριθμού ημερών εργασίας, καταβάλλοντας τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές. Η απόδειξη αυτή μέσω υπευθύνων δηλώσεων και ενόρκων βεβαιώσεων, που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενης κλήση, δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα για τη διαδικασία ενώπιον των οργάνων του ασφαλιστικού οργανισμού. Σε περίπτωση όμως, που οι τελευταίες υποβληθούν ενώπιον των τελευταίων, αυτά υποχρεούνται να καλέσουν για κατάθεση τους υπογράφοντες αυτές, προκειμένου οι μαρτυρίες τους να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Εάν δεν ακολουθηθεί η ανωτέρω περιγραφόμενη διαδικασία, οι αποφάσεις αυτών δύναται να ακυρωθούν (6423/2019 ΔΠΡ ΑΘ)